- ἀστόργου
- ἄστοργοςwithout natural affectionmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέμψη — η (ΑM μέμψις) [μέμφομαι] 1. μομφή, επίπληξη («μέμψιν δικαίαν μέμφομαι», Αριστοφ.) 2. παράπονο νεοελλ. φρ. «μέμψη αστόργου δωρεάς» αγωγή για την ανατροπή τών τελευταίων δωρεών τού κληρονομουμένου όταν με την περιουσία που αφήνει δεν καλύπτεται η… … Dictionary of Greek